κεφαλικός

κεφαλικός
κεφαλικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεφαλικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλικός, ή, ον) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατό γ. «κεφαλικοὶ… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή: Η φλέβα αυτή είναι κεφαλική. 2. η φράση «κεφαλικός φόρος», ο φόρος που έβαζαν οι Τούρκοι στους ραγιάδες κατ άτομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλικά — κεφαλικός of neut nom/voc/acc pl κεφαλικά̱ , κεφαλικός of fem nom/voc/acc dual κεφαλικά̱ , κεφαλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικῶν — κεφαλικός of fem gen pl κεφαλικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικόν — κεφαλικός of masc acc sg κεφαλικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικαῖς — κεφαλικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικαί — κεφαλικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικοῖσιν — κεφαλικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικοῦ — κεφαλικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικούς — κεφαλικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”